- ἐμποιητικός
- ἐμποιητικόςproductive ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποιητικός — ἐμποιητικός, ή, όν (Α) αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί κάτι («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
ἐμποιητικά — ἐμποιητικός productive of neut nom/voc/acc pl ἐμποιητικά̱ , ἐμποιητικός productive of fem nom/voc/acc dual ἐμποιητικά̱ , ἐμποιητικός productive of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποιητικόν — ἐμποιητικός productive of masc acc sg ἐμποιητικός productive of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποιητικαί — ἐμποιητικός productive of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποιητικοί — ἐμποιητικός productive of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποιητικούς — ἐμποιητικός productive of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποιητική — ἐμποιητικός productive of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποιητικήν — ἐμποιητικός productive of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωροποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει κάτι χλωρό 2. αυτός που συντελεί στην βλάστηση 3. (κατά τον Ησύχ.) «χλωρὸν δέος τὸ χλωροποιόν τοιοῡτος γὰρ ὁ φόβος, χλωριάσεως ἐμποιητικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek
ἐμποιητικάς — ἐμποιητικά̱ς , ἐμποιητικός productive of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)